Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Ο πόλεμος στο χωριό - 28 Οκτωβρίου 1940


Φαντάροι αξημέρωτοι τραβούν στο μεσοχώρι,
με τα μουλάρια στα στενά, το φόρτωμα βαρύ.
Μικροί, μεγάλοι, δίπλα τους, ένα χωριό στο πόδι,
κι οι γεροντότεροι ζητούν να ζώσουνε σπαθί.

Μιλά ο αξιωματικός με θέρμη στην πλατεία
και του στρατού μας εξηγεί τη δύσκολη στιγμή,
γι αυτό ζητά τη συνδρομή
«παντός δυναμένου να μεταφέρει πολεμοφόδια
εις τα υψώματα», προς την πρώτη γραμμή.
Δεν προλαβαίνει να το πει και η βουή τον κόβει.
Από καιρό είν’ έτοιμοι, και θέλουν και μπορούν
να δώσει ο καθένας τους, κάτι να κάνουν όλοι.
Για την αξιοπρέπεια. Και ανυπομονούν.

Και οι γυναίκες στη φωτιά.
Γυναίκες ακατάβλητες, ψημένες μες στη ζήση,
γνωρίσανε τον πόλεμο από μικρά παιδιά,
μπρος στα δεινά που έρχονται καμιά δε θα λυγίσει,
δίνουν παρών στο κάλεσμα
και κουβαλούν αγόγγυστα τα πυρομαχικά.
Αγκάθια, λάσπη, ατραποί, κατσάβραχα κι αντάρα,
για το αρχαίο σθένος τους, ασήμαντα μικρά.

Στο δρόμο τής επιστροφής και πάλι φορτωμένες,
μ’ αυτούς που τους ορίσανε στην πρώτη τη γραμμή,
στης τύχης τους το διάσελο τους βρήκανε οι σφαίρες
την ώρα που σηκώνανε του έθνους την τιμή.

Φέρνουν μαζί και Ιταλούς φαντάρους πληγωμένους,
πριν λίγο μισητοί εχθροί, θρασείς επιδρομείς.
Κι αυτών το αίμα κόκκινο, των είκοσί τους χρόνων,
στα μέρη μας τους έφερε πολιτισμός ντροπής.

Γρήγορα δένουνε κλαδιά για πρόχειρα φορεία,
με τα τσαρούχια ακροπατούν στις γκρίζες ρεματιές,
αυτές οι σκληροτράχηλες, με τα σκασμένα χέρια,
ξέχειλες είναι από στοργή σα μάνες κι αδερφές.

Όλοι σε όλα δίνονται αυτές τις άγριες μέρες,
μες στου πολέμου το χαμό ανθεί η ανθρωπιά.
Κι αν οι αιώνες προχωρούν και οι γενιές καινούριες,
η Ιλιάδα γράφεται για πολλοστή φορά…

                                  Οι στίχοι γεννήθηκαν μέσα από τις (επί χρόνια)        
                                  αφηγήσεις πολλών πρωταγωνιστών των ημερών
                                  εκείνων.

Σχετικά ποιήματα  1, 2, 3


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Αμήχανοι λοστρόμοι


Ηχηρές διακηρύξεις, φθαρμένες ιδέες,
ηγετίσκοι αστόχαστα, ορμητικά,
χαϊδεμένα αυτιά, υποσχέσεις γενναίες,
το βασίλειο βάρκα, νερά σκοτεινά.

Ισχυροί χαρτοσύμμαχοι, άξενοι φίλοι
καρτερούν το ναυάγιο με σιγουριά,
η φουρτούνα ζυγώνει, οι Αίολοι χίλιοι,
η βαρκούλα αμέριμνη στο πουθενά.

Στης αβύσσου τον τρόμο οι φαύλοι λοστρόμοι
για βοήθεια κραυγάζουν χωρίς συστολή.
Προθυμία δεινή, φιλεχθροί γαλαντόμοι
τα σωσίβια ρίχνουν, κοιτούν γελαστοί.

Πανικός στη βαρκούλα. Στην άκρη οι φαύλοι.
Στο τιμόνι λοστρόμοι καινούριοι, γνωστοί
με σπουδαία τα λόγια στην εύκολη δράση,
στη φουρτούνα αμήχανοι, λόγοι κενοί.


Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Του κόσμου


Με οξυμένη προσοχή η θεία η Αγγελική,
έψαχνε σ’ όλα το γιατί, ανέλυε το κάθε τι.
Κοσκίνιζε τους συγγενείς και γείτονές της και γνωστούς,
διύλιζε χαμόγελα και δάκρυα και στεναγμούς.
Ανίχνευε αισθήματα στη θέρμη των χειραψιών,
στους ασπασμούς των εορτών, των γάμων και των κηδειών.
Στις λέξεις των εκφράσεων αναζητούσε εκδοχές,
τα λόγια δεν της έφταναν, εξέταζε και τις σιωπές.

Συνήθη συμπεράσματα το «κρίμα» και το «δυστυχώς»
και μόνιμή της επωδός «αυτός ο κόσμος ο κακός».

«Εμείς να είμαστε καλά, άσε του κόσμου τα στραβά,
 δε θα με πιάσει κι ο καημός, αν έτσι θέλει ο θεός»,
της απαντούσε γελαστή η θεία η Μαλαματή.

Μαραζωμένη μια ζωή, η θεία η Αγγελική,
τα χρόνια κύλησαν πικρά και τα γεράματα πολλά.
Στα ενενήντα θαλερή, η θεία η Μαλαματή,
πότε γελάει βροντερά και πότε σιγοτραγουδά:
Ωραία που ’ναι η ζωή, μα να ’ταν άλλη μια φορά,
στην άκρη από την αρχή, όλη τού κόσμου την ψευτιά.