Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Αλήθεια 2016


Ένας χρόνος ακόμα, οδεύει στη λήθη,
το σημάδι του όμως θα μείνει βαθύ.
Ωριμότεροι τώρα. Στην άκρη οι μύθοι,
συμπεράσματα έχουνε βγει επαρκή.

Μόνο σκέψη γενναία μιας νέας πορείας,
θα διαλύσει τους όποιους κακούς οιωνούς.
Κι αν σκληρή η αλήθεια – θα είναι δική μας –
δίχως άλλη στολή από ξένους γνωστούς.

Θα σηκώνει το κύμα ξανά τρικυμίες.
Στην ψυχή μας θα ψάχνουν να βρούνε ρωγμές.
Οπλισμένοι με τόσες βαριές εμπειρίες,
δίχως φόβο θ’ ακούμε θηρίων κραυγές.


Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Λέξεις


Τέσσερα γράμματα το όλον, δύο μονάχα συλλαβές,
καθόλου σπάνια η λέξη, συνηθισμένη στις πολλές.
Από το έρκος των οδόντων πετάχτηκε ορμητική,
σαν δόρυ χτύπησε το στόχο κι ας ήταν μικροσκοπική.

Μα πόση δύναμη διαθέτεις, εσύ, μια λέξη τόση δα,
να σπάζεις κόκκαλα ανθρώπων, να κουβαλάς τη συμφορά;
Να φέρνεις μέσα στην ευδία το μένος άγριων καιρών,
σαν το σεισμό να καταστρέφεις οικοδομήματα ετών;

Και συ, που έχεις αμελήσει να χτίσεις κάποια οχυρά,
εκτεθειμένος επί χρόνια σε ασυλλόγιστα πυρά,
ήρθε η ώρα να σηκώσεις ασπίδα σίγουρη κι απλή,
σε όποιο δόρυ κι αν σου ρίξουν, σε οποιαδήποτε βολή.

Είναι το Ας! Μεγάλη λέξη! Της πείρας σου η αμοιβή.


Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Ο γάτος


Ήταν ικανός ο γάτος και υπομονετικός,
απαιτήσεις είχε λίγες, και πολύ εργατικός,
κυνηγούσε τα ποντίκια – παιδεμένος θηρευτής,
η ζωή του μετρημένη και στη φτώχεια ευτυχής.

Κάποτε τον καλοπιάσαν και του χάιδεψαν τ’ αυτιά,
του μεγάλωσαν το πιάτο με καινούρια φαγητά,
τον βεβαίωσαν πως τώρα η ζωή θα είν’ αλλιώς,
θα ξεχάσει πια τα χρόνια που τα πέρασε φτωχός.

Του καλάρεσαν του γάτου οι κουβέντες οι γλυκές –
των παλιών αφεντικών του οι σπρωξιές ήταν πολλές.
Μια καινούρια ελευθερία, νοστιμότερο φαΐ
και σαν όνειρο η νέα ευκολότερη ζωή.

Ευζωία και σπατάλη, η προσπάθεια μικρή,
τ’ ακυνήγητα ποντίκια αυξηθήκανε πολύ,
οι ανέσεις δίχως τέλος, ξένα ήθη δολερά,
και ο γάτος, θαμπωμένος, τα ’βλεπε και λιγοστά!

Μες στον ύπνο τού δικαίου, ξάφνου ήρθε συμφορά,
ο καινούριος του αφέντης βρέθηκε χωρίς λεφτά,
έβγαλε φωνή μεγάλη, φοβερός ο πανικός.
Και ξανάγινε ο γάτος ένας άτυχος φτωχός.

Σαν ζητιάνος, στους γειτόνους έτρεξε για φαγητό,
ντροπιασμένος για το χάλι, το κεφάλι του σκυφτό.
Άλλοι γείτονες τον βρίζουν, άλλοι τον περιγελούν,
κάποιοι χρηματοπαρμένοι το σπιτάκι του ζητούν.

Λόγια διάφορα του λένε άσχετα αφεντικά,
δεν πιστεύει πια κανένα, όλα φαίνονται φαιδρά.
Μόνη λύση βλέπει τώρα να κινήσει απ’ την αρχή,
μαθημένος από φτώχεια, σοβαρά να πορευτεί,
δίχως φόβο να σηκώσει το κεφάλι του ψηλά,
τις δικές του τις δυνάμεις να εμπιστευτεί ξανά.


Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Απόδραση


Εθελούσιος όμηρος, παραδομένος,
νεκρωμένη βουλή, θολωμένο μυαλό,
στης σαγήνης τη μέγγενη παγιδευμένος,
προσπαθούσα το λάθος να βλέπω σωστό.

Στο βυθό τής ψυχής της σαν να ’μουν πνιγμένος,
σωτηρίας αέρα ζητούσα να βρω,
στου εγώ της τη λάσπη βαθιά κολλημένος,
κι η ελπίδα χαμένη, στον ήλιο να βγω.

Και μια μέρα, φωτιά ξαφνική μες στη μνήμη,
ο παλιός εαυτός μου ορθώθηκε μπρος,
μ’ ένα βλέμμα ελέγχου ζητούσε ευθύνη.
Ήταν φίλος, συνάμα κριτής σοβαρός.

Μία λέξη και μόνο, πυξίδα παλιά  μου,
ξαναφλόγισε μέσα μου πόθο κρυφό.
Εργαλείο δεινό να κοπούν τα δεσμά μου.
Απελεύθερος τώρα το μέλλον θωρώ.

                         Σχετικές παλαιότερες αναρτήσεις 
                         «Το φίδι» και «Ελευθερία 1».


Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Ο πόλεμος στο χωριό - 28 Οκτωβρίου 1940


Φαντάροι αξημέρωτοι τραβούν στο μεσοχώρι,
με τα μουλάρια στα στενά, το φόρτωμα βαρύ.
Μικροί, μεγάλοι, δίπλα τους, ένα χωριό στο πόδι,
κι οι γεροντότεροι ζητούν να ζώσουνε σπαθί.

Μιλά ο αξιωματικός με θέρμη στην πλατεία
και του στρατού μας εξηγεί τη δύσκολη στιγμή,
γι αυτό ζητά τη συνδρομή
«παντός δυναμένου να μεταφέρει πολεμοφόδια
εις τα υψώματα», προς την πρώτη γραμμή.
Δεν προλαβαίνει να το πει και η βουή τον κόβει.
Από καιρό είν’ έτοιμοι, και θέλουν και μπορούν
να δώσει ο καθένας τους, κάτι να κάνουν όλοι.
Για την αξιοπρέπεια. Και ανυπομονούν.

Και οι γυναίκες στη φωτιά.
Γυναίκες ακατάβλητες, ψημένες μες στη ζήση,
γνωρίσανε τον πόλεμο από μικρά παιδιά,
μπρος στα δεινά που έρχονται καμιά δε θα λυγίσει,
δίνουν παρών στο κάλεσμα
και κουβαλούν αγόγγυστα τα πυρομαχικά.
Αγκάθια, λάσπη, ατραποί, κατσάβραχα κι αντάρα,
για το αρχαίο σθένος τους, ασήμαντα μικρά.

Στο δρόμο τής επιστροφής και πάλι φορτωμένες,
μ’ αυτούς που τους ορίσανε στην πρώτη τη γραμμή,
στης τύχης τους το διάσελο τους βρήκανε οι σφαίρες
την ώρα που σηκώνανε του έθνους την τιμή.

Φέρνουν μαζί και Ιταλούς φαντάρους πληγωμένους,
πριν λίγο μισητοί εχθροί, θρασείς επιδρομείς.
Κι αυτών το αίμα κόκκινο, των είκοσί τους χρόνων,
στα μέρη μας τους έφερε πολιτισμός ντροπής.

Γρήγορα δένουνε κλαδιά για πρόχειρα φορεία,
με τα τσαρούχια ακροπατούν στις γκρίζες ρεματιές,
αυτές οι σκληροτράχηλες, με τα σκασμένα χέρια,
ξέχειλες είναι από στοργή σα μάνες κι αδερφές.

Όλοι σε όλα δίνονται αυτές τις άγριες μέρες,
μες στου πολέμου το χαμό ανθεί η ανθρωπιά.
Κι αν οι αιώνες προχωρούν και οι γενιές καινούριες,
η Ιλιάδα γράφεται για πολλοστή φορά…

                                  Οι στίχοι γεννήθηκαν μέσα από τις (επί χρόνια)        
                                  αφηγήσεις πολλών πρωταγωνιστών των ημερών
                                  εκείνων.

Σχετικά ποιήματα  1, 2, 3


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Αμήχανοι λοστρόμοι


Ηχηρές διακηρύξεις, φθαρμένες ιδέες,
ηγετίσκοι αστόχαστα, ορμητικά,
χαϊδεμένα αυτιά, υποσχέσεις γενναίες,
το βασίλειο βάρκα, νερά σκοτεινά.

Ισχυροί χαρτοσύμμαχοι, άξενοι φίλοι
καρτερούν το ναυάγιο με σιγουριά,
η φουρτούνα ζυγώνει, οι Αίολοι χίλιοι,
η βαρκούλα αμέριμνη στο πουθενά.

Στης αβύσσου τον τρόμο οι φαύλοι λοστρόμοι
για βοήθεια κραυγάζουν χωρίς συστολή.
Προθυμία δεινή, φιλεχθροί γαλαντόμοι
τα σωσίβια ρίχνουν, κοιτούν γελαστοί.

Πανικός στη βαρκούλα. Στην άκρη οι φαύλοι.
Στο τιμόνι λοστρόμοι καινούριοι, γνωστοί
με σπουδαία τα λόγια στην εύκολη δράση,
στη φουρτούνα αμήχανοι, λόγοι κενοί.


Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Του κόσμου


Με οξυμένη προσοχή η θεία η Αγγελική,
έψαχνε σ’ όλα το γιατί, ανέλυε το κάθε τι.
Κοσκίνιζε τους συγγενείς και γείτονές της και γνωστούς,
διύλιζε χαμόγελα και δάκρυα και στεναγμούς.
Ανίχνευε αισθήματα στη θέρμη των χειραψιών,
στους ασπασμούς των εορτών, των γάμων και των κηδειών.
Στις λέξεις των εκφράσεων αναζητούσε εκδοχές,
τα λόγια δεν της έφταναν, εξέταζε και τις σιωπές.

Συνήθη συμπεράσματα το «κρίμα» και το «δυστυχώς»
και μόνιμή της επωδός «αυτός ο κόσμος ο κακός».

«Εμείς να είμαστε καλά, άσε του κόσμου τα στραβά,
 δε θα με πιάσει κι ο καημός, αν έτσι θέλει ο θεός»,
της απαντούσε γελαστή η θεία η Μαλαματή.

Μαραζωμένη μια ζωή, η θεία η Αγγελική,
τα χρόνια κύλησαν πικρά και τα γεράματα πολλά.
Στα ενενήντα θαλερή, η θεία η Μαλαματή,
πότε γελάει βροντερά και πότε σιγοτραγουδά:
Ωραία που ’ναι η ζωή, μα να ’ταν άλλη μια φορά,
στην άκρη από την αρχή, όλη τού κόσμου την ψευτιά.


Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Σκεπασμένη


Σε μιαν άκρη, σκεπασμένη, χρόνια στην αναμονή,
στ’ όνομά της διακηρύξεις, εκλογές, αφορισμοί,
λόγια-λόγια γύρω-γύρω, οι καλοί διαχειριστές,
συνεργοί τους οι κριτές τους! ικανοί συσκοτιστές.

Αγορεύσεις τετριμμένες και αναμασήματα,
στις πολύχρωμες οθόνες άκομψα προσχήματα,
αλληλοκαταγγελίες, έωλα συνθήματα,
εξυπνάδες, ειρωνείες ως επιχειρήματα.

Σε μιαν άκρη, σκεπασμένη, σε βαθιά γεράματα,
η Αλήθεια περιμένει να τη δουν κατάματα.
Οι απάνω τη γνωρίζουν∙ κι αν μπορούνε, δεν τολμούν.
Άραγε από τους κάτω, πόσοι θέλουν να τη δουν;


Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Της Τύχης


Λιγόλογος πάντα, συνήθως θλιμμένος,
το γέλιο δεμένο σε χείλη σφιχτά,
καλός ο συνάδελφος και μετρημένος,
συνέπεια, ήθος, σωστός στη δουλειά.

Πλησίαζε πια τα σαράντα ο Δήμος
και είχαν αρχίσει τα γκρίζα μαλλιά,
πειράγματα κάποτε, συγκρατημένα,
και νύξεις υπόγειες για προξενιά.

Μα ξάφνου μετάθεση για την Αθήνα,
απρόοπτα ήρθε το νέο, βαρύ.
Απ’ όλους ευχές για καλύτερη τύχη
κι εκείνος ανήσυχος πώς θα τα βρει.

Περάσανε μήνες, περάσανε χρόνια,
εμείς στο γραφείο στα ίδια χαρτιά,
μητρώα, πρωτόκολλα και δεδομένα,
κοινότοπα νέα, σε λίγο παλιά.

Και μία Δευτέρα, μπροστά μας ο Δήμος,
πλατύ το χαμόγελο! λόγια πολλά!
Για πρώτη φορά μάς ασπάστηκε όλους,
στο πρόσωπο λάμψη, του ήλιου θωριά.

Νομίσανε κάποιοι πως είναι σωσίας,
και όχι ο άνθρωπος ο σκοτεινός.
Σε λίγο γνωρίζαμε την ιστορία,
το πώς στη ζωή του ανέτειλε φως.

Στο νέο του πόστο, εκεί στην Αθήνα,
κοντά του η Καίτη, κι αυτή σκοτεινή,
γραφείου ανάγκη για κάποια στοιχεία,
των δυο τους να γίνουν κοινοί χειρισμοί.

Χρειάστηκαν μέρες να σπάσει ο πάγος,
δειλό το πλησίασμα, λόγια πεζά,
τα βλέμματα ράθυμα, πώς να τολμήσουν,
για χρόνια κλεισμένα σε κρύα κελιά.

Μα ένα πρωί στ’ ακροδάχτυλα θέρμη,
και δάκρυα κάναν θολές τις ματιές,
αυτό που φοβούνταν να βγάλουν τα χείλη,
το σκάλισαν μόνες οι δύο καρδιές.

Σαν ένα παλιόρουχο ήταν η θλίψη,
απάνω τους είχε κολλήσει θαρρείς,
ο ένας το τράβηξε από τον άλλο
και είδαν λαμπρή τη στολή τής ψυχής.

Λυθήκαν τα χείλη, οι λέξεις ποτάμι,
κρυμμένες ως τότε σε φόβου σκιά.
Τα μάτια, στο άπλετο φως τής αγάπης,
τον κόσμο θεώρησαν μιαν αγκαλιά.

Για τέσσερα χρόνια το δώρο τής Τύχης
το γεύονται μέρα και νύχτα μαζί,
διέγραψαν κάθε ανάμνηση λύπης.
Ανάσταση μέσα τους. Νέα ζωή.


Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Με τους ανθρώπους


Είχε περάσει πολλά,
και σε γνωστούς και σε άγνωστους τόπους.
Σ’ όλα επίμονη πάντα ματιά,
είχε γνωρίσει πολύ τους ανθρώπους.

Βράδυ αργά, τού «μιλούσε» ο παππούς:
Αν θα σου κάνουν καλό,
ψάξε να βρεις το σκοπό στους ανθρώπους,
είναι πανέτοιμοι για το κακό,
έχουν εφεύρει αμέτρητους τρόπους.

Κάθε πρωί, τού «μιλούσε» η γιαγιά:
Όπως και αν σου φερθούν,
μη τους φοβάσαι ποτέ τούς ανθρώπους,
αν για κακό σού μιλούν,
μόνο καλό στους δικούς σου τους τρόπους.

Λέει κι αυτός στα δικά του παιδιά:
Μη σε πειράζει αν βλέπεις σκοπό,
έτσι θα ζήσεις κοντά στους ανθρώπους,
πρόσεχε μήπως σου κάνουν κακό,
μόνο καλό στους δικούς σου τους τρόπους.

Κι αν κι ο καλός θα σου κάνει κακό,
μην απορήσεις ποτέ σου γι’ ανθρώπους.


Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Στους αγρούς των ελπίδων


Οι λαοί απαιτούν και οι ρήτορες σπεύδουν
στους αγρούς των ελπίδων να σπείρουνε Θα.
Λιγοστοί δυσπιστούν, οι πολλοί περιμένουν.
Και τα λόγια πολλά.

Στο ρυθμό του ο Χρόνος, χωρίς συγκινήσεις,
αγνοεί διακηρύξεις, ιδέες και Θα,
την αλήθεια τη φέρνει χωρίς εξηγήσεις.
Και τα λόγια λιτά.

Ξεφυτρώνουν δειλά κάποια Θα μετρημένα,
τα ζιζάνια δίπλα τους ευημερούν,
των ρητόρων τα λόγια, χλιαρά, μασημένα.
Οι πολλοί απορούν.

Θεωρίες ποικίλες, αιτίες, εκθέσεις
για τη σύγκρουση δέοντος και εφικτού,
φλυαρίες «σπουδαίων», φτηνές αντιθέσεις
παλαιού παιχνιδιού.

Οι λαοί διατηρούν τους αγρούς των ελπίδων
και των Θα τούς σπορείς αιωνίως ζητούν.
Ξεπηδούνε οι ρήτορες σκοπιμοτήτων,
και αυτοί κυβερνούν.


Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Παξ γιουροπιάνα (Pax neoRomana)


Η Διακήρυξη-ειδοποίηση

Το γιούρο η σημαία μας, το γιούρο η ψυχή μας,
για τους γιουρο-υπήκοους αλλάξαν οι καιροί,
η μόνη τους διέξοδος η σκέψη η δική μας
κι εσείς εκεί στο γκρίχελαντ θα μάθετε σκυφτοί.

Ήρθε καιρός να σβήσετε αρχαίες Σαλαμίνες,
η Ιστορία θα γραφτεί από τους δανειστές,
γιουρότοπος η χώρα σας μονάχα για μαρίνες
κι εμείς οι γιουροκράτορες φθηνοί αγοραστές.

Αφήστε τα σαλπίσματα και θούρια του Ρήγα
παιάνες και ποιήματα και Κάλβιες ωδές,
στο γιουροθέατρο εσείς στο ρόλο τού κολλήγα
και πείτε ό,τι θέλετε για νεοναζιστές.

Σουλτάνος σας το γιούρογκρουπ και Πόλη οι Βρυξέλλες,
διακόσια γρόσια θα ’χετε το σίγουρο μισθό,
ο άρτος θα ’ναι υπαρκτός, πολλές οι πασαρέλες.
Μελετημένα τα ’χουμε από πολύν καιρό.
                                   
                                   Ακριβές αντίγραφο                              
                                     Νταής ελ μπλούμ
                                     Γιουρο-Dragουμάνος

Η εν υπνώσει Απάντηση

Μονάχα γιούρο κι αριθμοί βαθιά μες στην ψυχή σας,
και χρόνια ονειρεύεστε αλλιώτικους καιρούς,
να έχουμε για σκέψη μας μονάχα τη δική σας
και κάποιους να μας βλέπετε στα πόδια σας σκυφτούς.

Μέγγενη πια το γιούρο σας με δόλο σχεδιασμένη,
στενό μαντρί που στήσατε να μπούνε οι λαοί.
Σκιές οι κυβερνήσεις μας, πολίτες φοβισμένοι,
στα μεγακαταστήματα καταναλωτικοί.

Αλάριχοι, γιζέριχοι, γελίμεροι, αδόλφοι,
νταήδες σιδηρόφρακτοι με πίσσα στο μυαλό,
σκοτώσατε και κάψατε, ρημάχτηκαν οι τόποι,
μα δεν εξαφανίσατε εφτάψυχο λαό.

«Ειρήνη» τώρα φέρνετε με γιούρο και με χάντρες,
μ’ αντάλλαγμα τη χώρα μας κρυφά και φανερά.
Μ’ αν θα βρεθούνε πρόθυμοι καινούριοι εφιάλτες,
θα σηκωθούνε τιμωροί τ’ αδούλωτα βουνά.

Μες στους αιώνες οδηγοί στέκουν οι Σαλαμίνες,
ποτέ δε μας γονάτισε της φτώχειας απειλή.
Κι αν ταχτικά ξεπέφτουμε σε δόλιες παγίδες,
σε χίλια δυο μαρτύρια σταθήκαμε ορθοί.

                 Σημειώσεις
                 Αλάριχος. Ηγέτης των Βησιγότθων
                 Γιζέριχος, Γελίμερος. Ηγέτες των Βανδάλων
                       Βησιγότθοι, Βάνδαλοι. Γερμανικά φύλα
               
Σχετικές παλαιότερες αναρτήσεις: «Για τι πολέμησες πατέρα;»,
                                                                «Ισχνές αγελάδες»


Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Ενύπνιον


Σε μία χώρα μακρινή,
συγκρούσεις καθημερινές, φωνές και διαιρέσεις,
τα κόμματα εμπόλεμα με όπλο το αντί,
αδίστακτες, ανοίκειες, φτηνές οι επιθέσεις,
το τι θα πει ενότητα, λες κι είχε ξεχαστεί.

Και ήρθαν σύννεφα βαριά εντός κι εκτός συνόρων,
η χώρα πια σε κίνδυνο, η άμυνα λειψή,
φαρμάκι τα κηρύγματα των εχθρικών ρητόρων
και άφαντοι οι σύμμαχοι κι οι φίλοι οι παλιοί.

Τότε, στη χώρα τη μικρή,
τα κόμματα θυμήθηκαν το χρέος στην Πατρίδα
και της αξιοπρέπειας το μέγα παρελθόν.
Αφήσανε τα πείσματα, σηκώσαν την ελπίδα
και τρέξανε, υπεύθυνα να δώσουν το παρών.

Τα πάντα θυσιάστηκαν στην άμυνα του γένους,
οι καπετάνιοι τού εγώ διαβήκαν στο εμείς,
όλοι μαζί σταθήκανε απέναντι στους ξένους
και όρθωσαν ανάστημα μιας χώρας σεβαστής.


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Ευρωτοπίο


Τυπωμένα χαμόγελα φίλοι ηγέτες,
κωμικές αγκαλιές, γλυκεροί ασπασμοί,
κυνικών συμφερόντων δειλοί υπηρέτες,
οραμάτων νεκρών θλιβεροί ουραγοί.

Στις οθόνες τού κέρδους δεμένες οι σκέψεις,
πωρωμένοι οι μόνιμοι διασκοτιστές,
αδαείς, προπετείς σε περίοπτες θέσεις,
ψευδαλήθειας υπόγειοι διακινητές.

Στις οθόνες τού κέρδους λαοί σπιτωμένοι,
παρουσίες ακμαίες με κάλλη φθηνά,
σε θεάματα ανάλαφρα πια εθισμένοι
και ειδήσεις πολλές για πλυμένα μυαλά.

Στην Ευρώπη τού Γκαίτε οι μόνες ιδέες
αριθμοί και προστάγματα τραπεζιτών.
Των παλιών εποχών εκδηλώσεις πηγαίες
σαν υπόθεση πια λιγοστών πολιτών.


Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Χωρίς φόβο


Όχι καινούρια αναβολή και λόγια μπερδεμένα,
όχι στα ίδια φάρμακα και πάλι κλινική.
Απόφαση ξεκάθαρη, γνωστά τα δεδομένα.
Μπροστά στις όποιες απειλές, κανείς μη φοβηθεί.

Δεμένοι, αλλά σίγουροι για κόκαλα οι σκύλοι,
ανέχονται και τις κλωτσιές από τ’ αφεντικά.
Μπορεί να μένουν νηστικοί πολλές φορές οι λύκοι
και κάποτε να δέχονται και βόλια φονικά,
όμως λουρί δεν ξέρουνε, δεν τους χαϊδεύουν «φίλοι»
και την ελευθερία τους τη χαίρονται διπλά.


Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Γιατρέ


Μαζεύει ογδοντάρια ο γιατρός, 
στις πολυθρόνες ασθενείς αραδιασμένοι, 
οι τρεις αμίλητοι, ο ένας σκυθρωπός, 
οι δύο σε συζήτηση πιασμένοι.

Το ξέρω πως κουράστηκες, γιατρέ, 
πολλά τα χρόνια σου σε δύσκολα θρανία, 
ειδίκευση, εκπαίδευση πολλή
και περιπτώσεις τόσες στα νοσοκομεία.

Κι ο εξηντάρης σκαλωσιές, οικοδομές, 
στο κρύο, στη βροχή και στο λιοπύρι,
έχει κι αυτός τις κουρασμένες διαδρομές
κι η ράχη του σαν τοξωτό γεφύρι. 

Κι η πενηντάχρονη με φλέβες πεταχτές
και η γιαγιά από τα έξι της στα γίδια
και ο τεχνίτης συνεργεία και βαφές
κι ο ναυτικός σε υπερπόντια ταξίδια.

Λίγο-πολύ, όλοι κοπίασαν, γιατρέ,
και τώρα, στην αρρώστια βολοδέρνουν,
το κάθε αύριο χειρότερο απ’ το χτες,
ο πόνος και ο φόβος σού τους φέρνουν.

Καλά τα ογδοντάρια σου, γιατρέ,
τα δικαιούσαι που ’χεις κάνει τόσο κόπο,
αγόγγυστα πληρώνουν οι πολλοί,
και δε ζητούνε από σένα κάποιο λόγο.

Μες στη ζωή έχουν πικρά δοκιμαστεί,
τι άραγε να πουν πως δικαιούνται;
κάτι προσφέρανε στο σύνολο κι αυτοί,
κανείς δεν τους ρωτά αν αδικούνται.


Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Εγκωμιαστικά


Εξαίρετο, υπέροχο, θαυμάσιο, πανέμορφο,
απίθανο, πρωτότυπο, εξαίσιο, περίφημο,
εκείνο απαράμιλλο, το άλλο ανυπέρβλητο,
ετούτο σπανιότατο κι αυτό ανεπανάληπτο.

Με εύγλωττα ποικίλματα στα ύψη τού επαίνου
μεγαλουργεί η γλώσσα μας στον ύμνο τού ωραίου.

Σαν είναι όλα γνήσια και βάσιμα και έγκυρα,
η κρίση ευγενέστατη, δικαία η αξία.
Σαν είναι αχυρόπλεκτα και άσχετα και σκόπιμα,
φτηνή η εξαπάτηση, χοντρή η κολακεία.

Θεσπέσια, πολύτιμα και συναρπαστικά,
ασύγκριτα, αμίμητα, απογειωτικά,
παραδεισένια, λαμπερά και καταπληκτικά.
Ω λόγια! ωραιότατα εγκωμιαστικά!