Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Πάλι Γενάρης

Προ των πυλών μας ο νέος Γενάρης
και ζωντανεύουνε σχέδια παλιά,
τα ’χουμε τόσες φορές αναβάλει,
τ’ αναμοχλεύουμε πρωτοχρονιά.

Φέγγουνε πάντα στο νου μας οι στόχοι,
όμορφοι σαν λαμπερά πρωινά.
Όρκοι, δεσμεύσεις: «αυτόν το Γενάρη
θα ξεδιπλώσουμε πια τα φτερά».

Ένας ακόμα τελειώνει Δεκέμβρης
και φωνασκούνε οι όρκοι ξανά,
βλέπουμε πάλι στο βάθος τούς στόχους,
που μας καλούνε να βγούμε μπροστά.

Κι όπως κινούμε, στο πρώτο μας βήμα
άλλη, οξύτερη τώρα φωνή.
Είναι τα μήπως, τα όμως, τα ίσως.
Και ξαναδίνουμε αναβολή…


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Απολογισμός Θανάση Π. (1900-1984)

Πολέμους οι παππούδες μου, πολέμους ο πατέρας,
γλυκό ψωμί δεν έφαγαν, δε χάρηκαν ζωή,
με αγγαρείες και διωγμούς, των μπέηδων φοβέρα,
και κάθε λίγο οι ληστές στη φτώχεια επιδρομή.

Το ’12 τινάξαμε την άθλια σκλαβιά μας,
είπαμε τώρα λεύτεροι, ανοίγουμε πανιά,
ώσπου να ξετυλίξουμε καινούρια όνειρά μας,
μπαρούτι τα Βαλκάνια, ξανά μες στη φωτιά.

Στα κράτη αναστάτωση και τι να καταλάβεις,
λαοί πολλοί στον πόλεμο, μπροστά οι Γερμανοί,
σα λάστιχο τα σύνορα, όλο καινούριοι χάρτες
και οι αντίπαλοι ρητά δηλώναν Χριστιανοί!

Κι εμείς αιώνες στο κλαρί, αγώνες και θυσίες,
ποτέ δεν αρκεστήκαμε μονάχα στους εχθρούς,
καπεταναίοι, αρχηγοί και ξενοβασιλείες,
διχόνοιες, αναθέματα κι αλληλοσπαραγμούς.

Με φτάσαν στο Σαγγάριο αφρονοπατριώτες
με λόγια υπερφίαλα αρχαίας εποχής,
ιδέες, κόκκινες μηλιές, ως άλλοι δονκιχώτες
ξεπέρασαν τα όρια της κάθε αντοχής.

Κι ενώ χαρτοσχεδιάζανε μεγαλειώδη νίκη,
ως νέοι μεγαλέξαντροι - δεινοί εκπορθητές,
μας πήραν σβάρνα των τσετών τα αιμοβόρα στίφη,
στη Σμύρνη τσακιστήκαμε γυμνοί κολυμβητές.

Μ’ ένα καΐκι πρόλαβα να βγω στη Μυτιλήνη,
μαζί μου γέροι και μωρά φριχτού ξεριζωμού,
ανύποπτα και άδικα πετάχτηκαν στη δίνη.
Ανέντιμων Δυνάμεων παιχνίδια τού χαμού.

Το πώς καράβι, Πειραιά, Αθήνα, Σαλονίκη,
και πόσα τα μερόνυχτα, τι ρούχα, τι ψωμί,
με πόσο ποδαρόδρομο στο πατρικό το σπίτι,
τι να κρατήσει το μυαλό και τι να πρωτοπεί.

Βουνά και βράχια στο χωριό, όλοι στη μαύρη φτώχεια,
τα λίγα γιδοπρόβατα η μόνη απαντοχή,
κι αν είχε φύγει η τουρκιά, στα ίδια κακοτόπια
το άδικο ανέπαφο, η ίδια προκοπή.

Ανάγκη και απόφαση, ξανά στη Σαλονίκη,
άγνωστος μες στους άγνωστους, σφιγμένη η καρδιά,
παράγκες και αντίσκηνα, οι πρόσφυγες μελίσσι,
μπροστά η ζωή περίμενε και ήθελε δουλειά.

Φωνή λαού, οργή θεού, η δίκη για τους έξι,
τα μίση ασταμάτητα, θεριά οι διχασμοί,
παράξενος ο τόπος μας, πόσα δεινά ν’ αντέξει,
περίσσεψαν οι ήρωες μα και οι παλαβοί.

Απάνω κάτω η ζωή, κυλήσανε οι χρόνοι,
δουλειά και οικογένεια, μαζί μου η Μαριώ,
τέσσερα φέραμε παιδιά στου βίου το αμόνι,
δύο μικρά δωμάτια και ένα πλυσταριό.

Κινήματα, απόπειρες, νοθοπαλινορθώσεις,
εκκαθαρίσεις στο στρατό, αθρόες ταραχές,
αγώνες για το δίκαιο, αναίτιες διώξεις,
ο βούρδουλας, ο Μεταξάς, φασιστοδιαταγές.

Στην Ήπειρο απρόκλητα η αυτοκρατορία
τη νύχτα τελεσίγραφο χωρίς καμιά ντροπή,
κι εμείς με πάθος, άφοβα μπροστά στην Ιστορία,
τραβήξαμε στον πόλεμο λες κι ήτανε γιορτή.

Και σύντομα γνωρίσαμε Βανδάλους, Βησιγότθους,
μας ήρθαν σιδηρόφρακτοι, ως Άρια φυλή,
στο Ρούπελ δοκιμάσανε τους ιερούς μας όρκους,
πατήσανε τα σύνορα με τίμημα βαρύ.

Από κοντά τους Βούλγαροι – καλή η ευκαιρία –
με τους ναζίδες συνεργοί, τα σχέδια τους παλιά,
τριπλή στη χώρα κατοχή, καινούρια τραγωδία,
προδότες και δοσίλογοι, η πείνα, η φωτιά.

Οργάνωση κι αντίσταση, Ευρώπης απορία,
αντίποινα τρισβάρβαρα, στυγνοί εκτελεστές,
τον άνθρωπο θεώρησαν ασήμαντη αξία,
πάνω τους ανεξίτηλος παγκόσμιος λεκές.

Μας παίνεσαν για ήρωες οι σύμμαχοί μας Άγγλοι,
κι εμφύλιο μας τοίμασαν με δόλιο σκοπό,
χωρίς περίσκεψη οι μεν, αδίστακτα οι άλλοι
απάνω στα ερείπια ξανάρχισαν χορό.

Η πρώτη κόρη χάθηκε αντάρτισσα στο Γράμμο,
ο γιος, φαντάρος, έπεσε σ’ ενέδρα ανταρτών,
θυσίες δίχως νόημα σε αδηφάγο χάρο,
στης Γιάλτας την ωμότητα αθλίων προγραφών.

Τι να σου πω για νικητές και τι για ξερονήσια,
γι’ αντεκδικήσεις ταπεινές, για δίκες και διωγμούς,
μιάσματα, φρονήματα και τρομοκρατορία,
όσοι μπορέσαν έφυγαν σε τόπους μακρινούς.

Τα χρόνια αργοκύλησαν, στυφή δημοκρατία,
του κράτους οι υπάλληλοι με κόσκινο ψιλό,
φόβος ο χωροφύλακας, παντού καχυποψία,
καθένας με το φάκελο, σε πόλη και χωριό.

Μικρή ανάσα για στροφή, για νέα ιστορία,
συνθήματα, ανένδοτοι, ελπίδες μακρινές.
Οι σύμμαχοι, τ’ ανάκτορα και η αποστασία,
φωνές και προβοκάτσιες, υπόγειες δουλειές.

Τα ίδια πάλι απ’ την αρχή, χουντοδικτατορία,
η Γυάρος, τα μπουντρούμια τους και οι βασανιστές,
αθύρματα, τυχάρπαστοι, πατριωτοβλακεία
και συνεργάτες πρόθυμοι για θώκους κι αμοιβές.

Η χούντα ξενοπνίγηκε στης Κύπρου μας το αίμα,
μπροστά μας πάλι πόλεμος με γείτονα αισχρό,
για λίγο η ενότητα να βγούμε απ’ το τέλμα,
μα γρήγορα τα κόμματα σαν τον παλιό καιρό.

Αρχίσαν κάποια βήματα, καινούρια ελευθερία,
κι από την ψωροκώσταινα σ’ ευρωπαϊκό ρυθμό,
βαθιές οι ρίζες τού στραβού και η νοοτροπία,
παλιές οι σκοπιμότητες και το μυαλό μικρό.

Ξανά για νέα αλλαγή και όνειρα σπουδαία,
τα σχέδια μεγαλόπνοα και ενθουσιασμός,
μα πώς να προχωρήσουνε με βήματα γενναία;
Παιδεία δίχως όραμα, κενός πολιτισμός.

                                      Ο Θανάσης Π., βιοπαλαιστής,
                                      μορφωμένος απόφοιτος Δημοτικού.
                                      Στις ατέλειωτες διηγήσεις του συνήθιζε να μονολογεί:
                                      Η Ιστορία πέρασε από πάνω μας.

                         

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Έρις


                                                         του Κωστή
Σιωπηλός στο παγκάκι εκείνος, λευκά τα μαλλιά,
πολυβόλο στεκόταν εκείνη μπροστά του,
νευρικά, πέρα-δώθε βροντούσε κλειδιά
και οι λέξεις οβίδες που σκάζαν κοντά του.

Στο αρχείο τής μνήμης μια τέτοια φωνή,
κι ένα σφίξιμο χτύπησε σήμα κινδύνου.
Ήταν ίδια, σαν τότε, ψιλή και κοφτή,
προσταγή, κάθε φράση, δεινού αντιδίκου.

Με προφύλαξη πέρασα, βήμα ταχύ,
μη τυχόν και ανοίξει καμιά ιστορία.
Σιγουριά αναμφίβολη. Ήταν αυτή!
Η παλιά ομορφιά της μικρή υποψία.

Είχαν γίνει τριάντα τα χρόνια μας του χωρισμού
και απρόοπτα σήμερα βγήκε μπροστά μου,
ενοχές πληγωμένου μου εγωισμού
ανασκάλισαν άγρια τα σωθικά μου.

Εναντίον μου στράφηκα πάλι, σκληρά,
για τα δύο τής νιότης μου χρόνια χαμένα,
που μαζί της σπατάλησα τόσο πικρά.
Κάθε τόσο θεριεύουνε τα περασμένα.

Μια παγίδα σαγήνης, κρυφή-φανερή,
ήταν όμορφη κι είχε κορμί Αφροδίτης,
σε τανάλια βελούδινη είχα πιαστεί,
ένα έλασμα εγώ, και εκείνη μαγνήτης.

Το ωραίο το μαύριζε μες στη στιγμή,
η γαλάζια θωριά της γινόταν φουρτούνα,
η γλυκιά της λαλιά, ψυχοβόρα ριπή.
Και μια λύση σωτήρια αναζητούσα. 

Αδυσώπητη πάλη, μια πίσω μια μπρος,
στα δυο χρόνια το έλασμα έγινε πέτρα,
ο μαγνήτης αδύναμος πλέον εχθρός.
Κι η φυγή επιτέλους μια ήσυχη μέρα.

Ω αμίλητο θύμα, με τ’ άσπρα μαλλιά,
σ’ ένα τέλμα πεσμένος, ατέλειωτης λύπης.
Δεν αλλάζει! Κι ας έχεις μεγάλη καρδιά.
Οδηγός της η Έρις, βαθιά στην ψυχή της.

  Έρις, κόρη τής Νυκτός και του Χάους.
  Θεά τής ζήλειας, της φιλονικίας, της σύγκρουσης.