Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Αλήθειες

Εκείνοι φληναφήματα, εμείς χειροκροτήματα,
εμείς μικροαιτήματα, εκείνοι ανομήματα,
ωραία τα κηρύγματα και τα πυροτεχνήματα,
με έπεα πτερόεντα και ευφυολογήματα
αγέρωχοι καμάρωναν στα φανταροαγήματα.

Κυλήσαν χρόνια άνετα με άρτον και θεάματα,
οι νόμοι ως προσχήματα, στην άκρη τα συντάγματα,
νομότυπα μπαλώματα, ανύποπτα διατάγματα,
κι εμείς ως στρουθοκάμηλοι σε χίλια δυο τεχνάσματα,
συμμέτοχοι-αμέτοχοι, αείπαιδες στα θαύματα.

Μα έφτασε το πλήρωμα, θηρία τα προβλήματα,
βουτιά από τα σύννεφα σε μανιασμένα κύματα.

Αρχίσαμε να ψάχνουμε να βρούμε τα ελλείμματα,
και όπου ακουμπήσαμε, μυριάδες ατοπήματα,
υπόγεια συμφέροντα και ανοσιουργήματα,
αθρόα πλημμελήματα, κρυμμένα κακουργήματα,
εταιρειοκαλύμματα, ελβετομαγειρέματα,
αρπάγματα ασύστολα, λουκούλλεια τα γεύματα.

Πληθώρα τα ονόματα, ατέλειωτα μπερδέματα,
στη λάσπη εντιμότατοι, βροχή τα ρεζιλέματα.

Αδιάφορα ακούγονται τα έωλα διαγγέλματα.
Αλήθειες μόνο ν’ ακουστούν. Κι όχι καινούρια ψέματα.


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Μοναξιά 5

Χτύπησε μία το ρολόι και ξαναπλώθηκε σιγή,
ούτ’ ένα αλύχτισμα απόψε του γείτονά μου το σκυλί,
ο γκιώνης, ταχτικός μου φίλος, κάπου αλλού μοιρολογεί
κι η παιχνιδιάρα μου η λεύκα ούτ’ ένα φύλλο δεν κινεί.

Ήρεμη νύχτα, λίγα τ’ άστρα κι εγώ μονάχος στην αυλή,
εχθρός μεγάλος το κρεβάτι και λιγοστή η αντοχή.
Νυχτερινή παρασπονδία, οι ήχοι φύγαν μακριά,
μ’ έχουν αφήσει, δίχως λύπη, μονάχο σε σιωπή βαθιά.

Μέσα στην τόση ησυχία έρχεται ’κείνη να με βρει,
είναι η γλύκα τής φωνής της, αλάτι σ’ ανοιχτή πληγή.
Σαν νά ’ναι δίπλα μου κι απόψε, όπως και τότε μου μιλά,
ψάχνει επίμονα την Πούλια και τη βοήθεια μου ζητά.

Στις τόσες διάτρητές μου νύχτες η μνήμη στήνει παγανιά,
τριάντα χρόνια μας σκαλίζει και με πετά στην ερημιά,
κι εγώ τους ήχους περιμένω να καταφτάσουν λυτρωτές,
αλλού να στρέψουνε τη σκέψη να με τραβήξουν απ’ το χτες.

Χτύπησε δύο το ρολόι και συνεχίζει η σιγή,
δε θέλει να θροΐσει η λεύκα, το νυχτοπούλι δε θα ρθει.
Πρέπει να πέσω, φτάνει η μέρα, με περιμένει η δουλειά,
πολλές οι ώρες κι οι ευθύνες, αλλά σκιάζουν τα παλιά.

Έχουν περάσει τρία χρόνια μα η μορφή της ζωντανή.
Προσπάθησα με κάποιες άλλες να βάλω πάλι μιαν αρχή.
Προσπάθησα…
Μα τ’ αδιέξοδο εμμένει. Μ’ έχει σφραγίσει το «μαζί».
                                                
                                                    Στίχοι αφιερωμένοι στον απαρηγόρητο φίλο Μ.Π.

                                                    

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Απρέπεια

Σ’ αγάπησε και στο ’δειξε μ’ ευγένεια ψυχής 
και πόνεσε που έπεσε ο λόγος της χαμένος.
Δεν είχες υποχρέωση να ανταποκριθείς
και ούτε ξάφνου να βρεθείς κι εσύ ερωτευμένος.

Μα τώρα να επαίρεσαι, να κομπορρημονείς,
εδώ κι εκεί να διαλαλείς μια τάχα ιστορία,
νομίζεις ότι είσαι πια ο μέγας γητευτής,
κατάντησαν τα λόγια σου αστεία φαντασία.

Μπροστά σου ανθοβόλησε αθώο γιασεμί,
κι η ομορφιά του φάνηκε να δένει στη δική σου,
μα ούτε που φαντάστηκε πως πίσω απ’ τη μορφή
κρυβότανε το άσχημο κι η γύμνια τής ψυχής σου.