Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Αφανείς ήρωες

1820.  Ο Αλή-πασάς καίει το χωριό μου.
Άνοιξη 1822. 70 παλληκάρια ξεκινούν από το χωριό μου με προορισμό το Μεσολόγγι, ανταποκρινόμενοι σε γραπτό κάλεσμα του Μάρκου Μπότσαρη. Φεύγουν λίγοι-λίγοι, δήθεν ως κτίστες για τη Θεσσαλία. Στην περίπτωση που μαθαίνουν οι Τούρκοι πως κάποιος έχει ενταχθεί στους αγωνιστές τής Επανάστασης, προχωρούν σε αντίποινα εις βάρος τής οικογένειάς του. Όταν κάποιος σκοτώνεται, οι δικοί του ειδοποιούνται και δεν τολμούν να πενθήσουν. Οι συνέπειες είναι σκληρές.
               
Μαντάτο μαύρο έφτασε εψές αργά το βράδυ
κι ο γερο-Γιώργης τράβηξε με την καρδιά πικρή,
πώς να το φέρει να το πει στη χήρα τού Θανάση,
που χάθηκε ο Νικολής το πρώτο της παιδί.

Βαριά σαν ήρθε στην αυλή, στην πόρτα σταματάει,
ξανά τα λόγια σκέφτεται και πώς να της τα πει,
μα σαν η χήρα ν’ άκουσε, σαν να τον καρτεράει
και με τη λάμπα έρχεται και φέγγει για να ιδεί.

Τα λόγια δε χρειάστηκαν, τα πρόσωπα μιλήσαν,
η μάνα τρέμει σύγκορμη και στήριγμα ζητά,
στέκει ο γέρος δίπλα της, τα δάκρυα ποτάμι,
χαροκαμένος είν’ κι αυτός και της μιλά σιγά.

-Κλάψε βουβά, Θανάσαινα, και μη φορέσεις μαύρα,
κανείς μη μάθει το χαμό τού μικρο-Νικολή,
πέτρινη κάνε την καρδιά, όση κι αν έχεις λαύρα,
και φύλαξε το σπίτι σου και τ’ άλλο σου παιδί.

Στο Πέτα με φιλέλληνες έπεσε ο Νικολής σου,
σαν το θεριό πολέμησε στη μάχη τού χαμού,
μεγάλο κι αξεπέραστο το μπόι τής τιμής του,
μάρτυρας του μεγάλου μας του γένους σηκωμού.



1827. Επέστρεψαν στο χωριό λιγότεροι από τους μισούς. Φτωχοί και γεμάτοι σημάδια στο σώμα τους.
1912. Απελευθέρωση του χωριού.
   Οι στίχοι αποτελούν ελάχιστο φόρο τιμής στους τυραννισμένους προγόνους μας.

Σχετικά ποιήματα  1,2,3,4,5, 6


Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Το όριο

Του κοριτσιού μας τα χείλη γελούνε,
έφυγε πια η βαριά συννεφιά,
ό,τι θελήσουν οι άλλοι ας πούνε,
φτάνει για μένα που είναι καλά.

Ήτανε σαν μυγδαλιά ανθισμένη,
βλέμμα - χαμόγελο μια ζωγραφιά,
σ’ όλα σωστή, συνετή, μετρημένη,
μόνο που είχε μεγάλη καρδιά.

Πέρα απ’ τα όρια η καλοσύνη,
δίχως υπόνοια για το κακό,
πρώτη απλόχερα σ’ όλους να δίνει,
σκέψη μονάχα για το καλό.

Τύχης και χρόνου συνεργασία,
φίλοι και φίλες της απ’ τις σπουδές
φέραν κοντά της μια γνωριμία,
νέος ωραίος, συστάσεις καλές.

Όλα ευφρόσυνα, ελπιδοφόρα,
ένα καράβι με πρίμο καιρό,
γρήγορα ήρθε του γάμου η ώρα,
ζήλεψαν κάμποσοι το τυχερό.

Όμορφα πήγαν οι πρώτες βδομάδες,
λόγια ωραία, προσπάθεια κοινή,
και τα τραγούδια του σαν τις καντάδες,
ούτε φανήκαν κακοί οιωνοί.

Όμως ο χρόνος καραδοκούσε,
λες και περίμενε κάποια στιγμή,
μέσα στα όμορφα βυσσοδομούσε,
κι έφερε μπρος την αλήθεια γυμνή.

Ήταν ωραίος στην όψη ο νέος,
και το παράστημα αθλητικό,
έδειχνε ο λόγος του να ’ναι πηγαίος,
κι όμως το ύφος του απατηλό.

Κέντρο τού σύμπαντος ο εαυτός του,
ενώ στα λόγια του αλτρουϊστής,
δεν διακρινόταν ο κυνισμός του,
αριστοτέχνης υποκριτής.

Άργησε η κόρη να δει την αλήθεια,
ανυποψίαστη για τα στραβά,
και η μεγάλη καρδιά, στην αήθεια
ψάχνει να βρει ελαφρυντικά.

Μα όσα κι αν θέλει κανείς να σκεπάσει
για να φανεί και να δείξει καλός,
μέσα μας έχουμε το μαρτυριάρη:
Σ’ όλους γνωστός, τ’ όνομά του θυμός.

Ένας θυμός κι άλλος πάλι και πάλι,
όταν του νέου χαλούσε η βολή,
βγάλαν τη μάσκα απ’ το παλληκάρι,
κι από τα λόγια του βγήκε χολή.

Και οι αγάπες και τα λουλούδια
ήταν προσχήματα προσωρινά,
συγκαλυμμένα και μες στα τραγούδια,
κίνητρα άθλια και ταπεινά.

Όπως τ’ απρόσμενο χιόνι τού Μάρτη
καίει, ρημάζει τη μυγδαλιά,
έτσι το όμορφο το παλληκάρι
καταξεθώριασε τη ζωγραφιά.

Βλέμμα - χαμόγελο γίναν σκοτάδι
κι έγινε η σύνεση υπομονή,
και στο καντήλι η κόρη το βράδυ,
καταφυγή στη θερμή προσευχή.

Μήνες περνούσανε κι όλα πια ίδια,
ίδιος ο νέος – πτυχία λαμπρά!
μες στο μυαλό του η μόνη φροντίδα,
πώς θα περνάει εκείνος καλά.

Διακριτικά και με πόνο η νύξη:
«πώς πάει, κόρη μου, τώρα η ζωή;»
έδειξε να ’χει ακόμα την πίστη,
πως θα νικήσει η υπομονή.

Κι ένα πρωί λίγο πριν ξημερώσει,
χτύποι στην πόρτα μας διστακτικοί,
βρήκε τη δύναμη λύση να δώσει,
να καταλύσει τη φυλακή.

Στάθηκε όρθια η σωφροσύνη,
φώναξε τέλος, γενναίο, σωστό,
από κοντά κι η δικαιοσύνη
σήκωσε τ’ όριο και στο καλό.

Τώρα οι μέρες κι οι μήνες περνούνε,
την ξαναβρίσκει η παλιά της χαρά,
της μυγδαλιάς μας τα χείλη γελούνε,
έφυγε πια η βαριά συννεφιά.


Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Άνθρωποι 4

Σε ανάγκη δεινή ξαφνικά ο δυνάστης μου,
το εγώ του, απρόβλεπτα, ρίχνει στο χώμα,
με κοιτάζει, λες κι είμαι εγώ ο προστάτης του,
στο γραφείο του στέκει, με κίτρινο χρώμα.

Κλονισμένη υγεία και ψάχνει για έρεισμα,
ούτε ένας κοντά του, σε δύσκολη ώρα.
Για κανένα ποτέ του δεν έδειξε μέριμνα
κραταιός προϊστάμενος – έρημη χώρα… 

Βλοσυρός, σκοτεινός κάθε μέρα στο πόστο του,
καλημέρα σπανίως, χαμόγελο-πάγος,
παραγράφους και άρθρα μονάχα στο λόγο του,
σ’ ό,τι είχα σωστό, ερευνούσε για λάθος.

Ο αόρατος φράχτης που γύρω του έχτισε,
με αγκάθια πλεγμένος, που μ’ είχαν ματώσει,
μέσα σ’ ένα λεπτό, στον αέρα κατέρρευσε.
Ένας άνθρωπος μπρος μου σταυρό θα σηκώσει.

Ω εχθρέ, που απρόσμενα δίπλα μου έπεσες
και μαζί σου γκρεμίστηκε κάθε μου μίσος,
ενοχές απροσδόκητες ξάφνου μού θέριεψες,
ανεξέλεγκτα καίνε η λύπη κι ο οίκτος.

Μες στο βλέμμα το μήνυμα διάβασε ο άνθρωπος,
μ’ απορία κι οδύνη τα μάτια κοιτούνε,
με πρωτόγνωρο τρόπο τού γνέφει η Άτροπος
και του δείχνει - κι ας είναι αργά - πώς γελούνε…
                                    
                                    Οι στίχοι ανάβλυσαν από το εξαιρετικό διήγημα
                                    της Μαρίας Κανελλάκη «Μίτινγκ με την ξινή»,
                                    που μου αναζωπύρωσε μακρινές εμπειρίες…


Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Ω παρελθόν!

Ω παρελθόν τυραννικό αθρόων συνθημάτων,
των ιαχών, των σημαιών, των πυροτεχνημάτων,
φερμένων χειροκροτητών, οπαδοπολεμάρχων,
ω παρελθόν απατηλό γενναίων κηρυγμάτων.

Ω παρελθόν τών ευθυνών πληθώρας ψηφοφόρων
παλιών και νέων τοπαρχών, μετρίων ηγητόρων,
εξουσιοπατριωτών, φτηνών δεκαρολόγων,
ω παρελθόν θριαμβικό τών συμφεροντολόγων.

Ω παρελθόν τών συνετών και των νοικοκυραίων,
των φιλησύχων θεατών ενώπιον ακραίων,
τυχάρπαστων, θρασύτατων, αργομισθοθρεμμένων,
ω παρελθόν τής ανοχής τών μικροβολεμένων.

Ω παρελθόν τής ύβρεως και της παραφροσύνης,
στάσου μπροστά μας κάτοπτρο και φόβητρο της μνήμης,
κάνε τον πόνο, την οργή πηγή αυτογνωσίας,
γίνε επιτέλους διδαχή τής νέας ιστορίας.