Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Δεν πρέπει


                                              (Μνήμη Ανατολής Κ.)
Ήρθες ξαφνικά απόψε απ’ το πουθενά,
πάνω σου της δυστυχίας ίχνη φανερά,
ύστερα από τρία χρόνια σκοτεινής φυγής,
και στο ύφος σου σημάδια τής βαριάς ντροπής.

Κάποια λόγια, που δε βρήκες, τότε για να πεις,
και τα δέκα μας τα χρόνια της κοινής ζωής
τα διέγραψες μια μέρα μονοκονδυλιά,
κι έφυγες σα μεθυσμένος γι’ άλλη αγκαλιά.

Τρία χρόνια πολεμούσα κι έθαψα βαθιά
την αλόγιστη λατρεία, όλα τα παλιά.
Είπα, γύρισα σελίδα σ’ άλλη εποχή,
ούτε πια θα ξαναδείξω τόση ανοχή.

Ήρθες ξαφνικά απόψε απ’ το πουθενά.
Όπως έφτασες μπροστά μου, το παλιό ξυπνά,
σε πλησίασα με θέρμη, μ’ ανοιχτή καρδιά
και τα χέρια ξεκινήσαν νέα αγκαλιά.

Σε δευτερολέπτου κλάσμα πρόλαβα μεμιάς,
να διακρίνω, να διαβάσω βλέμμα πονηριάς.
Αδυσώπητο ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ στήθηκε μπροστά.
Και τα χέρια υψωθήκαν τώρα σε γροθιά.

Ήταν περιττά τα λόγια, έφτασε η ματιά,
και απάντηση ευθεία βγήκε καθαρά.
Ένα σου ’μεινε μονάχα· η μεταβολή,
και για μένα επιτέλους λύση τελική.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Στο Κόμμα


Κάποτε ήρθε κοντά μου το Κόμμα,
μέλος του μου ’παν να γίνω κι εγώ,
ήμουνα νέος, μεγάλη η φλόγα
για την πατρίδα μας να στρατευτώ.

Ήρθαν συσκέψεις, πολλοί μαζεμένοι,
πάθος κι αγώνας για το σωστό,
ΛΙΓΟΙ μονάχα, γερά κολλημένοι
με το παλιό αλλά και το εγώ.

Σκέψεις, ιδέες, κινήσεις, τρεχάλα,
και το καθήκον μας ο οδηγός,
κάποτε γίνονταν πράγματα άλλα,
όμως τυφλός ο ενθουσιασμός.

Κι όπως ο χρόνος γοργά προχωρούσε,
γίνονταν κι άλλα καινούρια στραβά,
κι όποιος ρωτούσε, λες και τολμούσε
με την αλήθεια να τα ’χει καλά.

Λίγο το λίγο,  την όλη πορεία
την καθορίζαν οι ΛΙΓΟΙ παλιοί
και οι πολλοί  η γνωστή ιστορία 
γίνονταν όλο και πιο αραιοί.
                          
Χρόνια περάσαν και φύγαν και πάνε,
γεύση στυφή, η αλήθεια πικρή,
λες κι είναι νόμος, οι λίγοι νικάνε,
και των πολλών περισσή ανοχή.
    
Ή μες στο Κόμμα θα τρως τη ζωή σου
ή μακριά θα σε τρων τα στραβά,
κι όλοι αυτοί που μαδούν την ψυχή σου
θα σε καλούν οπαδό στα τυφλά.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Ω ΠΑΤΡΙΔΑ!


Ω Πατρίδα ρημαγμένη,
ω Πατρίδα τραγική,
ω Μητέρα προδομένη,
απ’ ανεύθυνο παιδί.

Χρόνια βλέπω τις πληγές σου
και αδιάφορα κοιτώ,
πάν’ απ’ όλα οι δουλειές μου,
το συμφέρον το στενό.

Σου ζητούσα να μου δίνεις
επιδόματα, μισθούς,
λες και είχες να πουλήσεις
σωρευμένους θησαυρούς.

Διάλεγα τους βασιλείς σου
που μου έταζαν πολλά,
βρίσκαν άδειο το πουγκί σου
και ζητούσαν δανεικά.

Για να τους ξαναδιαλέγω
μου χαϊδεύανε τ’ αυτιά
κι έκανα πως δεν τα ξέρω
άλλα έργα στα κρυφά.

Μάζευα και υποσχέσεις
να βολέψουν τα παιδιά                        
και με ταπεινές προθέσεις
τους επέλεγα ξανά.

Έβλεπα τις αδικίες,
ανισότητες, κλεψιές,
είχαν γίνει πια συνήθειες,
κάπου ήταν βολικές.

Και οι άλλοι που δε θέλαν
βασιλιάδες να στεφθούν,
παρά μόνο να φωνάζουν
και να σε πετροβολούν,

σε αγώνες με καλούσαν
μόνο να διεκδικώ,
σ’ αδιέξοδα ωθούσαν.
Δρόμοι, πλοία, ρημαδιό.

Όταν έπαιρνες χρυσάφια
στων γηπέδων τις γιορτές,
πατριώτης για τα βάθρα
με σημαίες κι ιαχές.

Στων ακραίων τις δηώσεις,
στις κραυγές φανατικών,
άβουλος, σαν ιδιώτης
σε εξέδρα θεατών.

Κάποιοι συνετοί φωνάζαν
ότι πλέουμε στραβά,
αλλά γραφικούς τούς βγάζαν
και τους πνίγαν στα μουγκά.

Και αναζητώ τους φταίχτες
για τα λάθη μου του χτες,
τάχα συνωμότες κλέφτες,
τοκογλύφοι δανειστές.

Σήμερα ξανά σε στέλνω
στης Ευρώπης τις αυλές,
με το χέρι απλωμένο
για να ζήσω όπως χτες.

Τώρα πια ποιους να διαλέξω
που οι άξιοι σιωπούν,
χρόνια στη γωνιά τούς έχω
κι οι ασήμαντοι μιλούν.

Ω Πατρίδα λαβωμένη,
από φίλια πυρά,
κάποτε ανδρειωμένη,
τώρα μες στην καταχνιά.

Πόσους στίχους να σου γράψω,
είναι τόση η σκουριά,
τι να πρωτοπεριγράψω,
τι να πω και στα παιδιά.

Τύψεις μ’ έχουν περιζώσει
στις ευθύνες μου μπροστά,
πλούτο μέγα μου ’χεις δώσει,
σου χρωστώ τόσα πολλά!