Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Η φωνή


«Πρώτα απ’ όλα η πατρίδα», του δασκάλου μου η φωνή,
το ’βαλα καλά στο νου μου απαράβατη αρχή,
«Μάρκος Μπότσαρης ο φάρος, ένας Έλληνας σωστός,
τιμιότητα και πάθος, πατριώτης φλογερός».

Μέχρι τα τριανταέξι, τύπος και υπογραμμός,
αταλάντευτες αρχές μου και ο βίος συνετός,
ο μισθός ας ήταν λίγος, μετρημένα τα λεφτά,
μες στη φτώχεια γεννημένος μού φαινότανε πολλά.

Κάποια μέρα με προτείναν σε μια θέση σεβαστή,
μού ’παν εκτιμούν το ήθος, τη δουλειά μου τη σωστή,
βρέθηκα στο υπουργείο και κοντά στον υπουργό,
με τα μούτρα στη δουλειά μου στης πατρίδας το βωμό.

Ο μισθός βελτιωμένος κίνησα στεγαστικό,
τα παιδιά μου μεγαλώναν και το νοίκι ακριβό,
η ζωή μας μετρημένη, τα προβλήματα πολλά,
όταν πίσω μου κοιτούσα, έλεγα είμαι καλά.

Γι’ αγορά μηχανημάτων μ’ έβαλαν εισηγητή,
έψαξα και βρήκα λύση εθνικώς την πιο σωστή,
μα στο τέλος βρήκαν άλλη στη διπλάσια τιμή,
και ο υπουργός μού είπε είναι λόγοι σοβαροί.

Σε καινούριες εισηγήσεις λύσεις εύρισκα σωστές,
μα οι άλλοι επιλέγαν πάντοτε τις ακριβές,
κι όταν ζήτησα να μάθω τι γινόταν στα κρυφά,
βρήκα στο λογαριασμό μου περισσότερα λεφτά,

Στην αρχή μού βάλαν λίγα σε κρυφό λογαριασμό
κι ύστερα μου εξοφλήσαν όλο το στεγαστικό,
είπα πως εγώ δεν θέλω, ούτε είναι αυτά σωστά,
μα οι άλλοι επιμέναν, έτσι γίνονται αυτά.

Λίγο-λίγο προχωρούσαν και χοντραίναν τα ποσά,
με καινούριες πια μεθόδους σιγουρεύαν τα κρυφά,
άλλαζε ο υπουργός μας, ίδιοι οι μηχανισμοί,
και πολλοί συνάδελφοί μου είχαν γίνει πια χρυσοί.

Τώρα στα πενηντατρία έχω βίλα ακριβή,
τ’ αυτοκίνητά μου δύο, άνετα, πολυτελή,
κάπου-κάπου στη Γενεύη εκδρομή για τουρισμό,
το υπόλοιπο να βλέπω στον κρυφό λογαριασμό.

Τα παιδιά μου μεγαλώσαν και το μέλλον τους λαμπρό,
δε χρειάζεται να τρέξουν με το άγχος για μισθό,
και παλιές μου νουθεσίες για αγώνα και τιμή,
μες στο χρόνο πια χαθήκαν, όλα τα ’χω καταπιεί.

Σπάνια πηγαίνω τώρα στο χωριό μου π’ αγαπώ,
αν και όλοι μού μιλούνε και δε λεν ποτέ κακό,
μα εγώ καταλαβαίνω απ’ τα μάτια τους πολλά,
σαν βουβά να με ρωτούνε πού τα βρήκες τα λεφτά.

Ακριβά ξενοδοχεία, κρουαζιέρες, εκδρομές,
από όλα μπουχτισμένος με παρέες αδειανές,
φίλους πια παλιούς δεν έχω, τους καινούριους τούς μισώ,
το μυαλό μου όλο τρέχει στον κρυφό λογαριασμό.

Κάποιες νύχτες με ξυπνάει του δασκάλου μου η φωνή,
το τριμμένο του σακάκι, η φτωχή του η ζωή,
και γυρνώ στο μαξιλάρι μήπως ξανακοιμηθώ,
μα ο ύπνος έχει γίνει πρόβλημά μου σοβαρό.

Όσο πιο γεμάτη η τσέπη τόσο άδεια η καρδιά,
μα δεν έχω το κουράγιο να γυρίσω στα παλιά,
και τα χάπια που μου δίνουν κάποιοι πλούσιοι γιατροί,
δε μπορούνε να μου σβήσουν του δασκάλου τη φωνή.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Μόδα


Με βελόνες, χαλκάδες και βίδες
στολισμένα τα χείλη, τ’ αυτιά,
τρυπημένα τα φρύδια κι η γλώσσα,
καρφωμένα κουμπιά στην κοιλιά.

Επί τούτου τα ρούχα σκισμένα,
ξεβαμμένα σαν ράκη παλιά,
ξεφτισμένα, κομμένα, ξυμένα,
πληρωμένα, και δη ακριβά.

Λένε μόδα πως έγινε νέα
σαν επαίτες πολλοί να γυρνούν,
ό,τι κάποτε ήταν ασχήμια
τώρα σύγχρονο να θεωρούν.

Συγκάτοικοι


                         στην Δ.Κ.
Για δύο χρόνια σύντροφοι
κι ύστερα γίναμε σύζυγοι
κι ανοίξαμε και σπίτι
και πήραμε και έπιπλα
και κάναμε παιδιά.

Και τώρα δέκα χρόνια
είμαστε οικογένεια
υποδειγματική,
ζευγάρι λένε ταιριαστό
και τι καλά παιδιά
και τι ωραίοι άνθρωποι.

Κι εμείς τραβούμε στον καιρό
σαν δυο απλοί συγκάτοικοι.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Μία φορά


Μία και μόνη φορά η ζωή,
κρίμα μεγάλο χαμένα να φεύγει,
τ’ αύριο άγνωστο, ποιος ξέρει τι,
πού θα βρεθούμε και τι θα μας έρθει.

Κάθε μας μέρα με χίλια καλά,
αν προσπεράσουμε, φεύγουν και πάνε,
δέντρα, φεγγάρια, ποτάμια, βουνά
δίνουν φτερά και μαζί τους πετάμε.

Έρχονται όμως κι ατέλειωτα πλην,
που μας κρατούν και στο κύμα μάς ρίχνουν,
με πλοηγό μας τα όμορφα συν,
είναι στο χέρι μας να μη μας πνίγουν.

Μες στον αγώνα τής όλης ζωής,
και οι συνάνθρωποι όλο μοχθούνε,
κι αν μας φορτώνουν με τάσεις φυγής,
μόνο μαζί με αυτούς πολεμούμε.

Ίσως να έρθει μια μέρα. Μακριά,
που οι πολλοί θα μπορέσουν να δούνε:
Όλοι μπορούμε να βγούμε ψηλά
και με χαρά ηρεμίας να ζούμε.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Χιόνι


Κάποτε ανυπόμονο στα τέλη τού Οκτώβρη
ντύνεις τα φύλλα στα λευκά, ενώ ψυχορραγούν,
κι αν συνεργός σου κατεβεί το άγριο ξεροβόρι,
εκθέτεις όσους άργησαν και ξύλα κουβαλούν.

Σποραδικά μας έρχεσαι μες στον υγρό Νοέμβρη
πότε κοντά, πότε μακριά μέσα στο μήνα αυτό,
μα σίγουρο και άφθονο ορμάς μες στο Δεκέμβρη
και το Γενάρη εχθρικό και πάντοτε πυκνό.

Λιγότερο κι ευάλωτο πέφτεις μες στο Φλεβάρη,
το Μάρτη αραιό κι υγρό για λίγο μόνο ζεις,
τα λίγα σου υπόλοιπα, σπάνια τον Απρίλη,
όμως για δέντρα και σπαρτά, λόγος καταστροφής.

Όποτε κι αν μας έρχεσαι, είτε πολύ είτε λίγο
κι όσο κι αν δυσκολεύεται η ήσυχη ζωή,
πέπλο απλώνεις ομορφιάς μες στο χωριό και γύρω
κι ο πλάτανός μας στέκεται σα νύφη ζηλευτή.

Τα πεύκα και τα έλατα αρχοντοστολισμένα
και οι οξιές στ’ ακρόκλαδα, λεπτή ζωγραφική,
πάνω στα βράχια πινελιές, κρύσταλλα κρεμασμένα,
όπου κι αν ρίξεις τη ματιά εικόνα μαγική.

Ο Γράμμος και ο Σμόλικας μες στα λευκά δεσπόζουν,
περήφανα ορθώνονται, φύλακες σιωπηλοί,
και γύρω πλήθος κορυφές την όραση θαμπώνουν,
αυτοί που βλέπουν σταματούν, θωρούν εκστατικοί.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Αννούλα


Κέντημα απόψε ο ουρανός κι εγώ στην κορυφούλα,
απ’ όπου βλέπαμε μαζί τ’ αστέρι μας, Αννούλα,
ψάχνω κι απόψε να το βρω, μα μόνος δεν το βρίσκω,
σε ποιο κομμάτι τ’ ουρανού τα μάτια μου να ρίξω;

Στο μονοπάτι το κρυφό,  στους όχτους με τα γιούλια
στα χέρια μου σε σήκωνα, πετούσαμε στην Πούλια,
μες στα πελάγη τ’ ουρανού τ’ αστέρι πλοηγός μας
και της ζωής μας τ’ όνειρο σίγουρος οδηγός μας.

Ατέλειωτα μιλούσαμε τα δυο μας πώς θα ζούμε,
τις ώρες μας, Αννούλα μου, μαζί πώς θα περνούμε,
κι όπως τ’ αστέρι σίγουρο το βράδυ ερχόταν πάλι
κι εμείς με όρκους δίναμε υπόσχεση μεγάλη.

Μα ήρθε εκείνο το πρωί βαριά συννεφιασμένο
και χάθηκες απ’ το χωριό με πρόσωπο κλαμένο.
Σε πήραν να σε παν μακριά, να φύγεις από μένα,
χωρίς να θέλεις βρέθηκες στα άπονα τα ξένα.

Δώδεκα χρόνια πέρασαν και μόνος πάντα μένω,
ακόμα κι αν σε πάντρεψαν, εγώ σε περιμένω,
Αννούλα μου, τ’ αστέρι μας μαζί θα ξαναβρούμε
και τις παλιές κουβέντες μας γλυκά θα ξαναπούμε.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Σκόνη


                                                                   στην Δ.Κ.

Όταν με γνώρισες, όταν μ’ αγάπησες,
με παρομοίασες μ’ ένα βιβλίο,
που σε συνάρπασε καθώς το διάβαζες,
κι έλεγες είμαι για σένα σχολείο.

Μέρες και μήνες κυλούσαν πανέμορφα,
στίχους σού διάβαζα στο μαξιλάρι,
μέσα σε ρίμες και μέσα σε έμμετρα,
κι έλεγες «βάζω βαθμό εικοσάρι».

Τώρα που έμαθες μπόλικα γράμματα,
θέλεις ν’ αφήσεις αυτό το σχολείο,
κι αφού ξεθώριασαν ρίμες και πράγματα
βρήκες καινούριο ωραίο βιβλίο.

Νέα συγκίνηση, νέα αισθήματα,
άλλες σελίδες, μοντέρνες ιδέες,
πάλιωσαν λες τα δικά μου μαθήματα
κι επιζητάς περιπέτειες νέες.

Όμως κι εμένα με θέλεις στο ράφι σου
άβουλο πρόσχημα άλλων εθίμων,
άλλοθι άψυχο να ’ναι το χάδι σου
και στα αυτιά σου τραγούδια σειρήνων.

Φεύγει ο χρόνος, η ρίμα μου άφωνη,
άχθος αρούρης κοντεύω να γίνω,
τώρα στο ράφι σου σκόνη πια άφθονη
κι έχεις απαίτηση να παραμείνω.

Όμως τη σκόνη ποτέ δεν την άντεξα
και από πάνω μου πια την τινάζω,
ίσως να άργησα, ίσως παράβλεψα,
γι’ άλλο λιμάνι τη ρότα μου βάζω.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Όχι στο θάνατο

                                                      (στην Ερατώ)
Σαν κεραυνός που ξεσπά απροσδόκητα,
σαν μανιασμένη αιφνίδια μπόρα,
άγριος κι άδικος ήρθε ο θάνατος.
Μέσα σε έρημο βρίσκομαι τώρα.

Μέρες και μέρες παλεύω στην άβυσσο,
ψάχνω κερί μες στο μαύρο σκοτάδι,
ό,τι οι δυο μας μ’ αγώνα ορθώσαμε,
φαίνεται σύντριμμα, είναι ρημάδι.

Δίχως τον άνθρωπο που τόσο λάτρεψα,
άδειο το σπίτι μας, άδειος ο κόσμος,
άδειο τραπέζι μας, άδειο κρεβάτι μας,
μες στο κενό με τυλίγει ο φόβος.

Τόσα ωραία που χρόνια με γέμιζαν,
μοιάζουνε μάταια άδωρα δώρα,
τότε του χρόνου οι ώρες δεν έφταναν,
μαύρο περίσσεμα γίνανε τώρα.

Όμως τα λόγια του μέσα μου ακούγονται:
Ό,τι κι αν γίνει ποτέ μη φοβάσαι,
μέσα στο νου μας η δύναμη μέγιστη.
μην αφεθείς, και το  νήμα σου πιάσε.

Πρέπει και πάλι να βγω στην πορεία μου,
πάλι τα όμορφα να τ’ αντικρίσω,
μη φέρνω μπρος μου ανύπαρκτα ερείπια,
και με τη σκέψη του να ξαναζήσω.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Γεράκι


Στων γκρεμών τις απρόσιτες άκρες
των ελάτων ακούω ρυθμούς,
ουρανίων εγχόρδων συνθέσεις
στων οξιών τους λεπτούς συριγμούς.

Στις ακμές των οξύληκτων βράχων
με τις ώρες μαζεύω το φως,
στο χρωστήρα της δύσης διαβάζω
πόσο μέγας ο κόσμος αυτός.

Από ύψη μεγάλ’ ατενίζω,
των ανθρώπων τα έργα θωρώ,
των χεριών τους την τέχνη θαυμάζω,
τους ζηλεύω που εγώ δε μπορώ.

Μα σαν λάμψεις πολέμου αστράψουν
είτε φλόγες στο δάσος ανάψουν,
προσπαθώ με το λίγο μυαλό μου
στην ψυχή τών ανθρώπων να μπω,
και στον κόσμο να δω το δικό μου,
το σωστό και το λάθος να βρω.

Πώς μπορούν Παρθενώνες να στήνουν,
τη ζωντάνια στην πέτρα να δίνουν,
πυραμίδες στον ήλιο να υψώνουν,
να νομίζεις πως είναι θεοί,
και τα πάθη τους όταν φουντώνουν
να γκρεμίζουν τα πάντα στη γη;


Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Πρωτοχρονιά


Αισιόδοξα ας δούμε και πάλι
της καινούριας χρονιάς την αυγή,
δίχως άγχη και φόβους και πάθη,
όσα έρθουν, δεκτά στη ζωή.

Ούτε έλειψαν ούτε θα πάψουν
τα ανάποδα μες στη ζωή,
λίγο-λίγο να μπαίνουν στην άκρη
και να ψάχνουμε νέα αρχή.

Όσο λίγα κι αν είναι τα ωραία,
φτάνουν, κάποιον να δίνουν ρυθμό,
την πεζή μας ζωή να την κάνουν
να ’χει όμορφο πάντα σκοπό.

Πρωτοχρονιά 2012 (αν η Πατρίδα...)


Τράβηξα μία γραμμή χθες το βράδυ,
κι είπα πως τώρα αρχίζω ξανά,
πίσω μικρά και μεγάλα μου λάθη,
τώρα ξεκάθαρα βλέπω μπροστά.

Νέα πορεία μπορώ και χαράζω,
φόβους και πάθη τα θάβω βαθιά,
στόχους ανέφικτους παύω να βάζω,
εγκαταλείπω τα ξένα φτερά.

Βάρη αρίφνητα είχα αναλάβει,
μέσα σε άμετρο ενθουσιασμό.
Ας με κοιτάξουν παράξενα κάποιοι,
τώρα που βρίσκω σωστό καλπασμό.

Νιώθω ανάλαφρη πια τη ζωή μου,
είναι δική μου και έχει σκοπό,
δεν απαρνιέμαι ξανά την ψυχή μου.
Σκέψη καινούρια με ήθος παλιό.